- επιών
- ἐπιών, ἐπιοῡσα, ἐπιόν (AM)μτχ. ενέστ. τού ρ. έπειμι*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιών — ἔπειμι 1 sum pres part act masc nom sg (doric) ἐπϊών , ἔπειμι 1 sum pres part act masc nom sg ἔπειμι 2 ibo pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὑπιών — ἐπιών , ἔπειμι 1 sum pres part act masc nom sg (doric) ἐπϊών , ἔπειμι 1 sum pres part act masc nom sg ἐπιών , ἔπειμι 2 ibo pres part act masc nom sg ὑπιών , ὕπειμι 1 sum to be under pres part act masc nom sg (doric) ὑπιών , ὕπειμι 2 ibo pres part … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έπειμι — (I) ἔπειμι (Α) [ειμί] 1. είμαι, βρίσκομαι πάνω από κάποιον («κάρη ὤμοισιν ἐπείη», Ομ. Ιλ.) 2. (για ονόματα) είμαι, υπάρχω πάνω σε κάτι, προσυπάρχω («οὐκ ἔπεστι ἐπωνυμίη Περσέι», Ηρόδ.) 3. (για αμοιβές, ποινές) επακολουθώ («εἰ δ ἔπεστι νέμεσις»,… … Dictionary of Greek
επιούσα — η (Α ἐπιούσα) (θηλ. τής μτχ. επιών τού έπειμι ως ουσ. κατά παράλειψη τού ονόμ. ημέρα) η επομένη, η ακόλουθη μέρα (α. «πρόθεσιν ἔχοντες κατὰ τὴν ἐπιοῡσαν πολιορκεῑν», Πολ. β. «έφθασε την επιούσα») … Dictionary of Greek